κορακιας

κορακιας
    κορακίας
    κορᾰκίᾱς
    -ου adj. m похожий на ворона
    

κ. κολοιός Arst. предполож. — галка-клушица


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κορακιας" в других словарях:

  • κορακίας — Πτηνό της οικογένειας των κορακιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Coracias garrulus. Το σώμα του έχει μήκος περίπου 30 εκ., μπλε και πράσινο φτέρωμα και καστανοκόκκινη ράχη. Ο κ. είναι κυρίως εντομοφάγος, αν και τρέφεται και με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • κορακίας — κορακίᾱς , κορακίας chough masc acc pl κορακίᾱς , κορακίας chough masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Κορακιαί — Κορακιαί, αἱ (Α) [κορακίας] επιγρ. ονομασία τοποθεσίας στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορακί ας + κατάλ. αί, συνήθη σε τοπωνύμια (πρβλ. Παγασ αί, Πλαται αί)] …   Dictionary of Greek

  • κορακίνος — κορακῑνος, ὁ (ΑM) είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.) αρχ. 1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο 2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος +… …   Dictionary of Greek

  • κορακιόμορφα — τα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία εντάσσονται γνωστά πουλιά τής εύκρατης και τής τροπικής ζώνης, όπως είναι η αλκυόνα, ο μελισσοφάγος, ο τσαλαπετεινός, η χαλκοκουρούνα και τα εξωτικά καλάο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • χαλκοκουρούνα — Bλ. λ. κορακίας. * * * η, Ν ζωολ. α) κοινή ονομασία τού κορακιόμορφου πτηνού Coracias garrulus, τής οικογένειας κορακιίδες 2. στον πληθ. οι χαλκοκουρούνες ζωολ. κοινή ονομασία τών μελών τής οικογένειας πτηνών κορακιίδες τής τάξης κορακιόμορφα.… …   Dictionary of Greek

  • κορακίου — κοράκιον neut gen sg κορακίας chough masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»